top of page

Καθημερινή διαδρομή

«Καθημερινή διαδρομή». Διακριμένο διήγημα και συμμετοχή σε έκδοση βιβλίου του διαγωνισμού διηγημάτων Εντύποις.

Καθημερινή διαδρομή

Ξέσκιζε τις κουρτίνες στη σκηνή, κλωτσούσε τα σκηνικά, γκρέμιζε τις γκουίντες. Δεν μπορούσε να τη συνεφέρει κανείς.

«Ξέρετε ποια είμαι εγώ; Να πάτε όλοι στο διάολο. Ηλίθιοι. Ανέραστοι…», έφτυνε τις λέξεις σε ηθοποιούς, τεχνικούς, σε όσους είχε μπροστά της.

«Ηρέμησε, γλυκιά μου. Όλα θα γίνουν όπως τα θέλεις…», προσπαθούσε να τη συγκρατήσει ο βοηθός της, ο Εμμανουήλ, αλλά η Νίκη, παλιά καραβάνα του θεάτρου και καταξιωμένη σκηνοθέτιδα στις μέρες μας, ήταν έξαλλη.

Όταν έχανε τον έλεγχο, κανείς δεν μπορούσε να τη συνεφέρει. Και τον έχανε συχνά… Πολύ συχνά. Όλοι έλεγαν πως τα είχε χάσει λίγο – μάλλον όχι λίγο, αρκετά. Κανείς, όμως, δεν τολμούσε να της αντιμιλήσει, την έτρεμαν ακόμα και οι ηθοποιοί με μεγάλα ονόματα στην πλάτη τους.

«Σκάσε κι εσύ. Ξεμωραμένη», ούρλιαξε στον βοηθό της, ο οποίος εδώ που τα λέμε δεν ήταν και από τους πιο φανατικούς. «Δεν σου είπα, ρε άχρηστε, να μην κλείσεις σχολεία για την παράσταση; Δεν θέλω νιάνιαρα εδώ μέσα. Δεν τα γουστάρω τα κωλόπαιδα. Πως αλλιώς να σου το εξηγήσω; Μήπως να στο κάνω τατουάζ στην αφυδατωμένη επιδερμίδα σου;».

«Ούτε τα άντερά σου δεν γουστάρεις», ψιθύρισε μια νέα σχετικά ηθοποιός του θεατρικού που ανέβαζαν.

«Τι είπες εσύ;», φώναξε τόσο απότομα, που και οι καρέκλες του θεάτρου αναπήδησαν. Πλησίασε την τρομοκρατημένη, άτυχη μικρά ύπαρξη τόσο, που η μύτη της ακούμπησε σχεδόν στη δική της.

«Τί… τίποτα!», ψέλλισε η κοπέλα.

«Άκου δευτεράντσα. Δεν γεννήθηκε ακόμα άνθρωπος να τα βάλει μαζί μου και να βγει αρτιμελής από εδώ μέσα. Γι’ αυτό, την επόμενη που θα σκεφτεί το κούφιο, ξανθό και ανόητο κεφαλάκι σου να σχολιάσει κάτι που θα πω… δεν θα κουράζονται πλέον οι ώμοι σου να το στηρίζουν. Κατάλαβες;».

Το ρήμα βγήκε μαζί με σωρό από σάλια που κατάβρεξαν το χλωμό προσωπάκι της, αλλά δεν πιστεύω πως το κατάλαβε. Είχε ήδη καταβρέξει κάτι άλλο, πιο χαμηλά.

«Θα συνεχίσουμε την πρόβα;», ρώτησε αφελέστατα ο Εμμανουήλ, λες και δεν ήξερε.

«Άντε τράβα μωρή να βάλεις κάνα εξτένσιον. Κι εσείς, άχρηστοι, χαθείτε στις άθλιες τρύπες σας. Αύριο σας θέλω στην ώρα σας… Και που είσαι εσύ, Λαίδη Γκάγκα; Μην πατήσει σχολιαρόπαιδο εδώ μέσα, γιατί θα σε βάλω να καταπιείς το μήλο του Αδάμ, που δεν το έχεις και ανάγκη».

«Μάλιστα, κυρία Νίκη», φώναξε ο Εμμανουήλ, λες και βρισκόταν στην πρωινή αναφορά του στρατού – που ποτέ δεν κατόρθωσε να πάει.

Το θέατρο έμεινε άδειο, έρμο. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά, μπας και είχε ξεχαστεί κανένα απολωλό της Δραματικής του Αίσχους – έτσι αποκαλούσε τα νεούδια, ατάλαντα ηθοποιίδια. Σωριάστηκε σε μια καρέκλα της σκηνής, στέλνοντας κατάρες σε γνωστούς και φίλους των κοινωνικών δικτύων, μέσω του i-phone της. Κάποια στιγμή ακούστηκε ένα σούρσιμο στην πολυπατημένη μοκέτα του θεάτρου. Τα μάτια της έπαιξαν τριγύρω, αναζητώντας το θήραμα σαν αρπακτικό, μα οι προβολείς ήταν δυνατοί και η αχλή πίσω την εμπόδιζε να διακρίνει το ο,τιδήποτε.

«Μου μυρίζει φρέσκο κρέας…», μονολόγησε κι έξυσε με τα φαγωμένα νύχια της τα, αποπνικτικά, πιασμένα σε κότσο, μαλλιά της.

Το σούρσιμο ακούστηκε ξανά και η Νίκη πετάχτηκε όρθια, τοποθετώντας τα χέρια της στην, όχι και τόσο διακριτική, μέση της.

«Πρέπει να γίνει απεντόμωση εδώ… Μίλα σκουλήκι, γιατί αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα παρακαλάς να είχες γίνει κολλητός με τον Κασιδιάρη».

Ακούστηκε κάτι σαν ψίθυρος – εγώ θα το αποκαλούσα νιαούρισμα. Η Νίκη με νευρικές κινήσεις κατέβηκε τα σκαλάκια της σκηνής. Το φουσκωμένο στήθος της παλλόταν στο ρυθμό της έξαψής της. Προχώρησε το διάδρομο και βρέθηκε μπροστά σε έναν νεαρό, με κοκάλινα ματομπούκαλα, κολλημένη χωρίστρα στο πλάι και ένα φθαρμένο πουλόβερ, τουλάχιστον μιας δεκαετίας ξωπίσω. Κάτω από την, σίγουρα υγρή, μασχάλη του υπήρχε ένας χαρτοφύλακας στο χρώμα των τρωκτικών, ο οποίος τρανταζόταν ελαφρώς. Τα αυτιά του είχαν κοκκινίσει και στάλες ιδρώτα έτρεχαν από τα μηνίγγια του.

«Κα… καλημέρα», ψέλλισε, διατηρώντας το, εις διπλούν, βλέμμα στο πάτωμα.

«Τι θες ρε μπασμένο;», ούρλιαξε η Νίκη κι ο χαρτοφύλακας έπεσε στο έδαφος, αφήνοντας ένα σύννεφο σκόνης να αιωρηθεί για λίγες στιγμές πριν κατακάτσει σαν την άχνη στον κουραμπιέ. Ο νεαρός άρχισε να φτερνίζεται. Αφού ηρέμησε λίγο, σήκωσε το πρόσωπο και την κοίταξε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Ύστερα τα μάτια του πλανήθηκαν νευρικά στο χώρο.

«Ξέρετε, θα ήθελα…», άρχισε να λέει με φωνή υποτονική, «… να πώς να το πω; Γράφω…».

«Καλά όταν τελειώσεις με το αλφάβητο και περάσεις στους διφθόγγους, πέρνα να σε εξετάσω», είπε κι έστριψε το κορμί της, στήνοντας τοίχο με την πλάτη της. Κίνησε να φύγει. Ο μικροκαμωμένος νεαρός αφού άφησε ένα ακόμα φτέρνισμα, σύρθηκε σαν ουρά, πίσω της.

«Έχω γράψει ένα έργο θεατρικό και θα ήθελα να το δείτε», φώναξε μονοκοπανιάς, χωρίς να πάρει ανάσα και τόσο γρήγορα, λες και βγήκε μαζί με τον επιθανάτιο ρόγχο του.

Η Νίκη σταμάτησε, ίσιωσε την πλάτη, έκανε έναν κύκλο στο κεφάλι της, αφήνοντας ήχους από κόκκαλα που έμοιαζαν να σπάνε.

«Το άκουσες αυτό, απολειφάδι;», είπε, δίχως να γυρίσει να τον δει.

«Μα… μάλιστα», απάντησε ο μικρός και μάζεψε τα χέρια στο σώμα του, δείχνοντας ακόμα πιο αδύνατος, πιο μικρός.

«Αν δεν σε φυσήξει ο αέρας να εξαφανιστείς, τον ίδιο ακριβώς θόρυβο θα κάνουν τα κόκκαλα σου μέσα στα χέρια μου και μετά θα μου μείνουν για οδοντογλυφίδες».

«Μία μόνο ματιά. Αυτό ζητάω…».

«ΖΗΤΑΣ;», ούρλιαξε η Νίκη και γύρισε απότομα το κεφάλι της προς τον νεαρό.

Το βλέμμα της τον κάρφωσε κι εκείνος πισωπάτησε, παραπάτησε και σωριάστηκε στην σκονισμένη μοκέτα. Από την τσέπη του παντελονιού του πετάχτηκε μια μικρή σοκολάτα, από εκείνες με τα αμύγδαλα και τα άνθη αμυγδαλιάς στο κόκκινο περιτύλιγμα. Τα βλέφαρα της Νίκης πετάρισαν. Για λίγο έμεινε σιωπηλή κι ανέκφραστη. Ο νεαρός έβαλε τη σοκολάτα στην τσέπη, σύρθηκε στη μοκέτα και τελικά κατάφερε να σηκωθεί. Κατέβασε το κεφάλι πιο χαμηλά και γύρισε να φύγει.

«Άσε τον χαρτοφύλακα στη θέση δίπλα σου και εξαφανίσου. Σε μια εβδομάδα ακριβώς θα έρθεις πίσω για να σε ξεσκίσω. Φύγε, τώρα γιατί μου βρωμίζεις τη μοκέτα. ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ».

Ο μικρός άφησε τον χαρτοφύλακα στην ανασηκωμένη θέση δίπλα του κι άρχισε να τρέχει, κρατώντας το παντελόνι που του έπεφτε από το κοκαλιάρικο κορμί του. Το κεφάλι δεν το σήκωσε, για να κρύψει ένα ίχνος χαμόγελου. Η Νίκη κοίταξε το κινητό της κι ευθύς το έβαλε στο αυτί.

«Που είσαι μωρή κακή απομίμηση της Μενεγάκη; Το στομάχι μου έχει κολλήσει στην πλάτη κι εσύ κάνεις τσάρκες στο πεδίον του Άρεως για να δεις άσπρη μέρα; Τσακίσου φέρε μου το φαγητό μου. Διπλή μερίδα σήμερα μόνο, γιατί κάνω δίαιτα».

Αφού πέρασε ένα ακόμα κοινότυπο, και καθημερινής ρουτίνας, πρωινό στη δουλεία, η Νίκη πήρε το αυτοκίνητό της και ακολούθησε τη γνωστή καθημερινή διαδρομή. Είχε αρκετή κίνηση και τα νεύρα της παρέμεναν αρκετά τεντωμένα… Περιμένοντας σε ένα φανάρι, για να ανάψει το πράσινο, κάποιος αδαής οδηγός, έκανε το λάθος και της έκλεισε το μάτι, χαμογελώντας. Ε, πήγαινε κι αυτός γυρεύοντας! Η Νίκη άνοιξε το παράθυρό της αργά με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη. Ναι… καλά διαβάζετε. Χαμόγελο ήταν. Έβγαλε το κεφάλι της έξω από το παράθυρο κι έκανε νόημα στον άμοιρο τον οδηγό. Πλησίασε κι αυτός το παράθυρο του συνοδηγού, ξαναμμένος που χτύπησε την κότα με το ζουμί…

«Χαίρετε!», του είπε ναζιάρικα.

«Γεια σου μανάρα μου!», είπε επιδεικτικά ο επίδοξος εραστής.

«Γουστάρεις ρε τσίφτη; Πες και μ’ έχει ανάψει το μουστάκι σου».

Χαμογελαστός, με μια χρυσή λάμψη να βγαίνει από την αριστερή πλευρά του στόματος, αποκαλύπτοντας έτσι ένα χρυσό δόντι, έστριψε περήφανα το μουστάκι του.

«Καλά σε τσέκαρα πως είσαι γυναίκα μόρτισσα εσύ. Θες το κινητό μου, αλανιάρα μου;».

«Έχω το δικό μου», είπε η Νίκη σηκώνοντας το κινητό της και παίρνοντας ύφος ξανθιάς.

«Πωπω! Έτσι γουστάρω της γυναίκες. Μαγκάκια και χαζές. Τι μανάρα είσαι εσύ;».

Τα νύχια της Νίκης είχαν χωθεί βαθιά στο καουτσούκ τιμόνι της και το κόκκινο στο φανάρι επέμενε να παραμένει στάσιμο. Ε, τα ήθελε ο κώλος του.

«Ρε ομορφονιέ απ’ την Αγιά Βαρβάρα, σε έχει πατήσει ποτέ μια μανάρα στα κυβικά μου με το πόδι της στο λαιμό σου; Ε; Σε έχει; Άντε χάσου ρε σαβούρα μη βγω και σου κάνω το γιαπωνέζικο Nissan σου, σούσι σφιχτοδεμένο με το μουστάκι σου».

Εννοείται πως του χάρισε και μια ορθάνοιχτη βασιλική. Όπου φύγει, φύγει ο εραστής των δυτικών προαστίων με το επιχρυσωθέν δόντι. Η Νίκη έκλεισε το παράθυρο και συνέχισε τη διαδρομή της. Η Θηβών είχε μπλοκάρει κι εκείνη χόρευε Βραζιλιάνικη σάμπα στη θέση της. Σκέφτηκε να πάρει τον Εμμανουήλ και να τον κράξει, αλλά του τα είχε ήδη σούρει όλα για μία μέρα. δεν της είχαν μείνει άλλα χαρακτηριστικά κοσμητικά θηλυπρεπών αντρών. Απέφευγε να κοιτάει δεξιά και αριστερά, γιατί αν της την έμπαινε πάλι κάποιος καράβλαχος θα γινόταν η Θηβών συγκρουόμενα σε λούνα παρκ. Έβαλε τέρμα τη μουσική και τις παρωπίδες στα μάτια.

Φτάνοντας στο ύψος των ΤΕΙ του Πειραιά ανακάλυψε το λόγο της μπλοκαρισμένης κίνησης. Ένα ζευγάρι φοιτητών τσακώνονταν στη μέση του δρόμου. Τα αυτοκίνητα με δυσκολία προσπερνούσαν από την μια ή την άλλη λωρίδα του δρόμου. Η Νίκη, φτάνοντας κοντά, άνοιξε το παράθυρό της για να ακούσει τον καυγά. Η νεαρά ύπαρξη με την υφασμάτινη ζώνη στη θέση της φούστας και το μαλλί σε τόνους ροζ, λαχανί και λοιπών χρωματικών αποχρώσεων στόλιζε με ανείπωτους επιθετικούς προσδιορισμούς τον νεαρό απέναντί της, ο οποίος είχε κούρεμα Μοϊκάν, μαύρο μολύβι άνωθεν και κάτωθεν των κοκκινισμένων ματιών του και μια ατελείωτη σειρά από κρικοειδή σκουλαρίκια στο αριστερό αυτί. Πολύ θέλει ο τσιτωμένος να ξεσπάσει; Όχι! Άνοιξε, λοιπόν, το παράθυρό της κι έβγαλε το κεφάλι της με όλους τους τόνους του κόκκινου να κάνει ντεκραντέ στο πρόσωπό της.

«Ρε εξωγήινο ζευγαράκι της συμφοράς, τι θα γίνει; Η ουρά έχει φτάσει στην Κόρινθο», ούρλιαξε, κάπως συγκρατημένα η Νίκη για τα δεδομένα της.

«Τι θες ρε μανταμίτσα και μας κοινοποιείς τις εφαρμογές σου; Τράβα στο ντεστινέισιον σου και λεφτ αζ», είπε το μίνιμαλ θηλυκό με το ουράνιο τόξο στο μαλλί.

«Καν’ της μωρέ ένα ιγκνόρ», πετάχτηκε και ο μοϊκανός.

«Ανλάικ θα κάνω σε σένα ρε! Πως μπόρεσες να πας με τον κολλητό μου …», συνέχισε να τον ξεφωνίζει η μικρά πολύχρωμη ύπαρξη.

«Ρε μυγόφθημα, σε μένα θα κάνεις ιγκνόρ; Θα σου ξυρίσω το λοφίο και θα σε στείλω να μονάσεις στο Θιβέτ με πορτοκαλί φάσκιωμα. Κι εσύ τσουλί που ‘χεις τον γεμάτο κυτταρίτιδα κώλο σου έξω θα σε λιώσω και θα σε βγάλω στην παραγωγή σε κρέμα ανάπλασης… Ανεγκέφαλα παράσιτα», τσίριξε η Νίκη και με το δεξί της χέρι άνοιξε μια σακούλα με πορτοκάλια που είχε στη θέση του συνοδηγού.

Από πάντα ήταν καλή στο σημάδι και σε δευτερόλεπτα η κίνηση στη Θηβών είχε ξεμπλοκάρει.

Δεν άργησε να φτάσει στον προορισμό της. Πάρκαρε το αυτοκίνητο και βγήκε, βροντώντας την πόρτα με δύναμη. Η μέρα ήταν ακόμα σχετικά ζεστή. Μπήκε από την είσοδο και κοίταξε τριγύρω. Το πρόσωπό της, που μέχρι τότε ήταν μια μάσκα εκνευρισμού και εριστικότητας, μαλάκωσε κι έγινε ζύμη απαλή. Προχώρησε στο γνωστό διάδρομο. Τα βήματά της ήταν αργά, βαριά, σαν να μην ήθελε να φτάσει. Άνοιξε την τσάντα της. Έβγαλε μια σοκολάτα από εκείνες με τα λουλούδια αμυγδαλιάς στο περίβλημα. Την κράτησε στο χέρι της σφιχτά, που αν ήταν άνθρωπος θα διαμαρτυρόταν. Ήταν, όμως, μια απλή σοκολάτα και υπέμεινε.

Έφτασε.

Πλησίασε.

Κάθισε πάνω στο κρύο μάρμαρο. Διάβασε για εκατομμυριοστή φορά τη σκούρα ημερομηνία.

26 – 5 – 1993

Είχαν περάσει είκοσι χρόνια. Μια ζωή. Μια άσκοπη ζωή. Άδεια. Θα ήταν είκοσι έξι ετών. Κι αυτή θα την καμάρωνε. Άφησε τη σοκολάτα δίπλα στο όνομά της…


Featured Posts
Recent Posts
Search By Tags
Δεν υπάρχουν ακόμη ετικέτες.
Follow Us
  • Facebook Classic
  • Twitter Classic
  • Google Classic
bottom of page