top of page

Για μια μόνο στιγμή

Διάκριση στο διαγωνισμό λογοτεχνίας του εκδοτικού οίκου iWrite, με το διήγημα «Για μια μόνο στιγμή».

Για μια μόνο στιγμή

Η ασπρόμαυρη φωτογραφία πάνω στο δρύινο γραφείο τον κοίταζε. Τον διαπερνούσε. Δύο τεράστια μάτια, βιολετιά. Αλλόκοτο, βαθύ χρώμα, που είχε κι ο ίδιος. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε στο στήθος του και τα χέρια του ήταν νωπά. έσταζαν ελαφρώς, σαν τις ψιλές στάλες που άφηνε η βροχή στο απέναντι τζάμι. Το βλέμμα έφυγε από τη φωτογραφία και πλανήθηκε στην, μουντά φωτισμένη, Λάρισα. Είχε σουρουπώσει, αλλά τα βαριά σύννεφα πίεζαν τον ουρανό κι έκαναν πιο έντονο το σκοτάδι. Ταίριαζε με τη ματιά του…

Έπιασε με τρεμάμενα χέρια, όσο απαλά μπορούσε, το εύθραυστο, κιτρινισμένο βιβλίο. Είχε μόνο μια ευκαιρία, εκείνο το βράδυ. Ήταν όλα συντονισμένα τέλεια. Ο δωδέκατος μήνας, η δωδέκατη μέρα, δώδεκα η ώρα με τα δώδεκα λεπτά να παίζουν δίπλα της κι ένα τελευταίο “δωδεκάρι” στο τέλος του έτους. Είχε ακόμα τέσσερες ώρες και κάτι, για εκείνη τη στιγμή. Κι έπρεπε να βρίσκεται εκεί, στο κέντρο μιας αρχαίας σοφίας, ενός άλλοτε λαμπρού πολιτισμού. Εκεί που αυτός θα μπορούσε να αφήσει τη δική του ιστορία… ή να τη διαγράψει τελείως. Εκεί… στο κέντρο το του αρχαίου θεάτρου, πίσω από το λόφου Φρουρίου, όπου για λίγα μόνο λεπτά θα συνδεόταν το παρελθόν με το παρόν, ώστε να αλλάξει το μέλλον δύο ανθρώπων.

Η καρέκλα γρατζούνισε το πάτωμα, σαν σηκώθηκε απότομα. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα όλα σκοτείνιασαν κι έγιναν ασταθή. Πήρε μια αναπνοή βαθιά. Ήταν και το μόνο που θα κουβαλούσε μαζί του. Δεν χρειαζόταν κάτι περισσότερο. Τη δύναμη και το θάρρος θα τα έβρισκε εκείνη τη στιγμή. Φόρεσε το παλτό του κι άρχισε να τρέχει. Τα νερά στους δρόμους της πόλης μούσκεψαν τις κάλτσες του, πάτωσαν τα πόδια του, μα εκείνος δεν σταματούσε, δεν μετάνιωνε. Πέρασε ξυστά από ένα αυτοκίνητο, μα δεν άκουσε ούτε τις κατάρες του οργισμένου οδηγού. Ο στόχος του ήταν μόνος ένας… Ανέβαινε τα σκαλιά με ρυθμό, το ρυθμό της βροχής. Είχε ένα εμπόδιο μεγάλο να ξεπεράσει κι ύστερα όλα θα έβρισκαν το δρόμο τους. Ο φύλακας έστεκε απέναντι, αλλά ο ίδιος ήταν καλά κρυμμένος. Για λίγα μόνο δευτερόλεπτα γύρισε την πλάτη να ανάψει το τσιγάρο του, γιατί ο αέρας δεν τον άφηνε κι ήταν αρκετά… Κινήθηκε αθόρυβα σαν τη γάτα και τον προσπέρασε. Τα υπόλοιπα λεπτά χάθηκαν με τον αέρα. Δεν κατάλαβε για πότε βρέθηκε στο κέντρο του θεάτρου. Κανείς δεν τον είχε αντιληφθεί. Μόνο ο θεός…

Κοίταξε το ρολόι του. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν έτρεμε το χέρι του ή τα μάτια του ήθελαν να πεταχτούν από τις κόγχες τους. Ήταν δώδεκα και δέκα πρώτα λεπτά. Κοιτούσε ολόγυρα τις πέτρες, τα ερείπια και πίσω από αυτές διέκρινε απομακρυσμένα φώτα από μια πόλη που ξεπλενόταν από τη βροχή. Μπορεί να μην την αντίκριζε ξανά… Έπρεπε, όμως, να προσπαθήσει. το είχε ανάγκη. Για εκείνην, αλλά και για τον ίδιο. Δεν ήταν σίγουρος πως θα συνέβαινε, μα θα το ρίσκαρε. Μια γαλάζια λάμψη φώτισε το χώρο. Μπροστά του, σε απόσταση αναπνοής, το γαλάζιο αυτό φώς έγινε κυματιστό, σαν διάφανη θάλασσα. Απέμενε μονάχα μισή ώρα στη διάθεσή του. Σκέφτηκε την ημερομηνία και την ώρα… Αυτό έπρεπε να κάνει, αλλά με ξεκάθαρο μυαλό και δεν ήταν σίγουρος πως το είχε. Έκανε ένα βήμα μπροστά με πόδια που έτρεμαν. Η πύλη έστεκε σε απόσταση αναπνοής. Το δεύτερο βήμα ήταν γρήγορο. Ένας κτύπος καρδιάς κι όλο του το σώμα λούστηκε από μια υγρή δροσιά, η οποία δεν τον μούσκεψε ποτέ. Σαν άνοιξε τα μάτια ήταν στο ίδιο σημείο… μιας άλλης εποχής, λίγο παλιότερης. Ο αέρας μύριζε αλλιώς, πιο βαρύς, πιο γεμάτος.

Κοίταξε το ρολόι του. μόνο λίγα δευτερόλεπτα είχαν περάσει. Τα πόδια του έβγαλαν φτερά. Δεν υπήρχε φύλακας, δεν υπήρχε βροχή. Έτρεχε… Όλα γύρω έτρεχαν μαζί του. Ήξερε που έπρεπε να πάει. Και τότε πάγωσε! Δεν ήταν δυνατόν! Μια τεράστια ορδή ανθρώπων με λαμπάδες αναμμένες, σαν μικρές ψυχούλες, στα χέρια, ακολουθούσαν με κατάνυξη τον επιτάφιο. Έπρεπε να το είχε ερευνήσει καλύτερα. Πως θα διαπερνούσε αυτόν τον χείμαρρο από κορμιά; Δεν δίστασε. Μπήκε ανάμεσά τους, έσπρωξε, πάτησε, τον συνεπήραν… Το κορμί του δεν ήταν και τόσο δυνατό για να τα βάλει πέρα μαζί τους. Έβαλε όλη του τη δύναμη για να προσπεράσει. Τον τράβηξαν ακόμα πιο μακριά. Σχεδόν έβαλε τα κλάματα. Ένα παιδάκι γέλασε μαζί του. Με λίγη περισσότερη προσπάθεια, όμως, τα κατάφερε. Τα πόδια του έκαιγαν, αλλά έπρεπε να προλάβει.

Σταμάτησε μπροστά από το γνώριμο σπίτι. Νόμισε πως και η αναπνοή του θα σταματούσε εκεί. Χτύπησε την πόρτα. Καμία απάντηση… Έβαλε τις φωνές. Μόνο ένα παντζούρι έκλεισε με δύναμη λίγο πιο κάτω. Με τον αγκώνα έσπασε το τζαμάκι της πόρτας και μπήκε. Ανέβηκε τη σκάλα με μια ανάσα. Τα ξύλα έτριζαν και τα πόδια του βούλιαζαν. Βούλιαζαν στην απελπισία. Στάθηκε μπροστά από την πόρτα της κουζίνας. Μια αόρατη γροθιά του συνέθλιψε το στομάχι. Δεν μπορούσε να μπει. Δεν μπορούσε να την αντικρίσει. Αλλά το έκανε…

Ήταν εκεί, ξαπλωμένη μέσα σε μια άλικη μικρή λιμνούλα που έτρεχε από τους καρπούς της. Δεν την πρόλαβε. Πλησίασε κι έσκυψε. Τα μάτια της άνοιξαν ελαφρά.

«Ποιος;», ψέλλισε θολωμένη.

«Γιατί; Γιατί το έκανες;».

«Αυτά… αυτά τα μάτια…».

«Γιατί;», έκλαιγε δυνατά.

«Το… το μ…».

«Θα είναι καλά! Στο υπόσχομαι!».

Τα μάτια της έγιναν θολά, το κεφάλι της έγειρε στο πλάι. Είχε μείνει μόνο ένα αχνό χαμόγελο, λες και ήξερε, λες και είχε καταλάβει. Έπεσε πάνω της και θρήνησε. Από αυτή την κατάσταση τον έβγαλε ένας ήχος. Το κλάμα ενός μωρού. Κοίταξε το ρολόι του και είχε περάσει η ώρα. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο. Πέρασε έξω από την πόρτα του παιδικού δωματίου. Το χέρι του δείλιασε, έμεινε μετέωρο για λίγο, μα δεν μπήκε τελικά.

Χωρίς κανένα εμπόδιο επέστρεψε στην πύλη. Την προσπέρασε στο τελευταίο λεπτό. Η βροχή στη Λάρισα του παρόντος είχε κοπάσει. Άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματός του και κάθισε στο γραφείο του. Είχε κάνει ένα ταξίδι στον χρόνο. Μπορεί και να ήταν ο μοναδικός που το είχε καταφέρει. Δεν τον ενδιέφερε. Τον σκοπό του δεν τον είχε πετύχει. Είχε πετύχει, όμως, κάτι άλλο. Την είχε δει λίγο πριν πεθάνει. Έστω και για λίγα λεπτά. Την είχε αγγίξει. Είχε δει τα μάτια της. Αυτά που στερήθηκε εξαιτίας μιας επιλόχειας κατάθλιψης. Είχε αντικρίσει για μια και μοναδική φορά τη μητέρα του…

Featured Posts
Recent Posts
Search By Tags
Δεν υπάρχουν ακόμη ετικέτες.
Follow Us
  • Facebook Classic
  • Twitter Classic
  • Google Classic
bottom of page